φιλοπονηρία

φιλοπονηρία
φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία
love of bad men and actions
fem nom/voc/acc dual
φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία
love of bad men and actions
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπονηρία — ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος] η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου …   Dictionary of Greek

  • φιλοπόνηρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό 2. φίλος πονηρών ανθρώπων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρον η φιλοπονηρία*. επίρρ... φιλοπονήρως Μ με φιλοπονηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πονηρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”